- βουλιμιώδης
- ης, ωδές ненасытный, прожорливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βουλιμιώδης — και βουλιμώδης, ες (Α) πεινασμένος, αχόρταγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούλιμος ή < βουλιμία] … Dictionary of Greek